- οστεολογία
- ημέρος της ανατομικής που μελετά τα οστά και γενικά το σκελετό, αλλ. οστεογραφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οστεολογία — η (Α ὀστεολογία και ὀστολογία, ιων. τ. ὀστεολογίη) νεοελλ. ανατ. κλάδος τής ανατομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τού ερειστικού συστήματος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1. εξαγωγή οστών 2. περιγραφή τών οστών 3. πραγματεία σχετικά με τα … Dictionary of Greek
ὀστεολογίας — ὀστεολογίᾱς , ὀστεολογία extraction of bones fem acc pl ὀστεολογίᾱς , ὀστεολογία extraction of bones fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστεολογίῃ — ὀστεολογία extraction of bones fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστεολογικός — ή, ό [οστεολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεολογία … Dictionary of Greek
Osteología — (Del gr. osteon, hueso + logos , ciencia.) ► sustantivo femenino MEDICINA Parte de la anatomía que estudia los huesos. * * * osteología (del gr. «osteología») f. Parte de la anatomía que estudia los huesos. * * * osteología. (Del gr. ὀστεολογία) … Enciclopedia Universal
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
οστεογραφία — η ανατ. κλάδος τής ανατομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών οστών, οστεολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteography < ὀστέον / ὀστοῦν + γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ.… … Dictionary of Greek
οστεολόγος — ο, η (Α ὀστεολόγος, ον) νεοελλ. επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με την οστεολογία αρχ. 1. αυτός που εξάγει οστά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστεολόγον είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + λόγος*] … Dictionary of Greek
οστολογία — (I) ὀστολογία, ἡ (Α) [οστολόγος] συλλογή οστών μετά την καύση τού σώματος. (II) ὀστολογία, ἡ (Α) βλ. οστεολογία … Dictionary of Greek
συνοστεολογία — η, Ν μελέτη που αναφέρεται στη συνάρθρωση τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οστεολογία] … Dictionary of Greek